άουτο ντα φε

άουτο ντα φε
(auto da fe). Στα πορτογαλικά σημαίνει κυριολεκτικά πράξη πίστης· πρόκειται για την πανηγυρική διακήρυξη πίστης του δικαστηρίου της Ιεράς Εξέτασης στην Ισπανία όταν τελείωνε μια δίκη εναντίον προσώπων που είχαν παραβεί τους νόμους της θρησκείας ή είχαν απομακρυνθεί από αυτούς. Τον θάνατο στην πυρά και τις άλλες ποινές επέβαλε η πολιτική εξουσία, στην οποία παρέδιδε τους ενόχους το Δικαστήριο της Ιεράς Εξέτασης. Το πρώτο ά.ν.φ. έγινε στην Ισπανία το 1481· η διαδικασία αυτή καταργήθηκε μόλις το 1808, όταν έφτασαν εκεί τα στρατεύματα του Ναπολέοντα Α’. «Άουτο ντα φε», πίνακας του Ισπανού Πέντρο Μπερουγκέτε (1450-1506)· στις γλώσσες των χωρών όπου έδρασε η Ιερά Εξέταση, ο όρος «autodafe» έχει παραμείνει και χρησιμοποιείται σήμερα με την έννοια του ολοκαυτώματος (Μουσείο Πράντο, Μαδρίτη· φωτ. Igda).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άουτο ντα φε — το (λ. πορτογαλ. που σημαίνει πράξη πίστης), θρησκευτική τελετή πριν από τη θανάτωση των καταδικασμένων από την Ιερή Εξέταση αιρετικών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • Ιερά Εξέταση — (Ιnquisitio). Εκκλησιαστικό δικαστήριο που ιδρύθηκε μεταξύ 12ου και 13ου αι., με σκοπό να καταπολεμήσει τις αιρέσεις. Παλαιότερο προηγούμενο τέτοιου θεσμού μπορούν να θεωρηθούν οι διατάξεις των αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου και Θεοδοσίου κατά των… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”